ἐσφυδωμένος

ἐσφυδωμένος
σφυδόω
to be in full health
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διασφυδώ — διασφυδῶ ( όω) (Α) σφύζω, είμαι γεμάτος σφρίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη από το διά* και ένα υποθετικό ρήμα *σφυδώ, τού οποίου μαρτυρείται μόνον η μετοχή εσφυδωμένος] …   Dictionary of Greek

  • σφυδώ — όω ή άω, Α 1. είμαι γεμάτος σφρίγος και ευεξία, είμαι σφριγηλός 2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ.) σφυδῶν (κατά τον Ησύχ.) «εὔρωστος, ἰσχυρός, σκληρός» 3. φρ. «δειπνοῡσιν ἐσφυδωμένοι τἀλλότρια» (στον Τιμοκλ.) τρώνε τα ξένα με τόση απληστία ώστε σε… …   Dictionary of Greek

  • σφυρούμαι — όομαι, Α φορώ κοθόρνους που φθάνουν ώς τα σφυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρόν. Το ρ. απαντά στον τ. τής μτχ. ἐσφυρωμένος, ο οποίος, όμως, πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε ἐσφυδωμένος (βλ. λ. σφυδῶ)] …   Dictionary of Greek

  • (s)p(h)eu-d- —     (s)p(h)eu d     English meaning: to press, hurry     Deutsche Übersetzung: “drũcken, with Nachdruck betreiben, eilen”     Material: Pers. poy “haste, hurry” (Iran. *pauda ), parth. pwd “run, flow”; Gk. σπεύδω ‘spute mich, hurry; bin emsig,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”